-
1 ἐπι-δάκνω
ἐπι-δάκνω (s. δάκνω), ein-, anbeißen, Nic. Al. 19. 121; Ath. I, 32; übertr. κάπνος τὰς ὄψεις, Arist. Stob. fl. 20, 55.
См. также в других словарях:
επιδάκνω — ἐπιδάκνω (Α) 1. δαγκώνω 2. (για καπνό, κρασί) ερεθίζω («ὁ καπνός ἐπιδάκνων τὰς ὄψεις», Αριστοτ.) 2. παθ. αισθάνομαι ζαλάδα 3. μέσ. ἐπιδάκνομαι πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκνω «δαγκώνω»] … Dictionary of Greek